ναί

ναί
3483 ναί
{част., 34}
утверд. част.: да, ей, так.
Ссылки: Мф. 5:37; 9:28; 11:9, 26; 13:51; 15:27; 17:25; 21:16; Мк. 7:28; Лк. 7:26; 10:21; 11:51; 12:5; Ин. 11:27; 21:15, 16; Деян. 5:8; 22:27; Рим. 3:29; 2Кор. 1:17-20; Флм. 1:20; Иак. 5:12; Откр. 1:7; 14:13; 16:7; 22:20.*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ναί" в других словарях:

  • ναί — yea indeclform (adverb) νᾱΐ , ναῦς ship fem dat sg (doric) ναΐ , ναῦς ship fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναι — (ΑΜ ναί, Α και νή και βοιωτ. τ. νεί, Μ και ναίν και νναί) επίρρ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει α) έντονη διαβεβαίωση: βέβαια, μάλιστα, αληθινά (α. «ναι, θα έλθω μαζί σας αύριο» β. «ναὶ δὴ ταῡτά γε πάντα... κατὰ μοῑραν ἔειπες», Ομ. Ιλ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • ναι — 1. επίρρ. βεβ., μάλιστα, έτσι είναι, δέχομαι, βέβαια: Ναι,θα έρθω αύριο. – Θέλεις ένα ποτό; Ναι. 2. ως ουσ.: Μα το ναι (μα την αλήθεια). – Δε λέει το ναι (δε δέχεται, δε συμφωνεί) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάι — και νέι, το άκλ. μουσ. καλαμένιος αυλός με έξι οπές στην πρόσθια όψη και μία στην οπίσθια όψη, ο οποίος χρησιμοποιείται στην περσική, αραβική και τουρκική έντεχνη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • 'ναι — ἄναι , ἄνα king fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνα king fem dat sg (doric aeolic) ἄναι , ἄνη fulfilment fem nom/voc pl ἄνᾱͅ , ἄνη fulfilment fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναῖ' — Ναῖα , Νάια neut nom/voc/acc pl Ναῖε , Νάιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναῖ' — ναῖε , ναίω 1 dwell pres imperat act 2nd sg ναῖε , ναίω 1 dwell imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ναῖε , ναίω 2 dwell pres imperat act 2nd sg (epic) ναῖε , ναίω 2 dwell imperf ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναί — Ναίς Naiad fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νᾶι — νᾷ , νάω flow pres subj mp 2nd sg νᾷ , νάω flow pres ind mp 2nd sg (epic) νᾷ , νάω flow pres subj act 3rd sg νᾷ , νάω flow pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάι' — νά̱ϊα , νήιος neut nom/voc/acc pl (doric) νά̱ϊα , νήιος neut nom/voc/acc pl (doric) νά̱ϊε , νήιος masc voc sg (doric) νά̱ϊε , νήιος masc/fem voc sg (doric) νά̱ϊαι , νήιος fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»